ροζιάζω

ροζιάζω
Ν [ρόζος]
1. (για ξύλο) σχηματίζω ρόζους
2. μτφ. (για μέρος τού σώματος) σχηματίζω, βγάζω κάλους («ρόζιασαν τα χέρια μου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ροζιάζω — ροζιάζω, ρόζιασα, ροζιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ροζιάζω — ιασα, ιασμένος, αποχτώ ρόζους: Ροζιάσανε τα χέρια μου από τον καζμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργάζω — κ. εργάζω (Μ ἀργάζω) Ι. 1. επεξεργάζομαι 2. μεταχειρίζομαι 3. κατεργάζομαι δέρματα II. μτφ. 1. φρ. «του άργασαν το τομάρι» τον έδειραν πολύ 2. έχω στο μυαλό μου, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι 3. (αμτβ.) σκληραίνω, ροζιάζω, πετσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ρόζιασμα — το, Ν [ροζιάζω] 1. σχηματισμός ρόζων 2. σχηματισμός κάλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”